κολεγιόπαιδο

κολεγιόπαιδο
το
1. παιδί που φοιτά σε κολέγιο
2. νέος με επιτηδευμένο τρόπο συμπεριφοράς και ντυσίματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολεγιόπαιδο — το 1. σπουδαστής κολεγίου. 2. (ειρων.), σοκολατόπαιδο, μαμόθρεφτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”